κιχλισμός

κιχλισμός
κιχλισμός, ὁ (Α) [κιχλίζω]
ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιχλισμός — tittering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχλισμοῖς — κιχλισμός tittering masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχλισμῶν — κιχλισμός tittering masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχλισμόν — κιχλισμός tittering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλισμός — γιγγλισμός, ο (Α) 1. το γαργάλημα 2. το φίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος} …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”